- συρμαϊσμός
συρμαϊσμός, ὁ, der Gebrauch eines Brech- oder Purgirmittels, die Reinigung des Leibes dadurch, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρμαϊσμός, ὁ, der Gebrauch eines Brech- oder Purgirmittels, die Reinigung des Leibes dadurch, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρμαισμός — use of an emetic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαϊσμός — ὁ, ΜΑ [συρμαΐζω] η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου αρχ. ο χυμός τού φυτού συρμαία … Dictionary of Greek
συρμαισμοί — συρμαισμός use of an emetic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαισμοῦ — συρμαισμός use of an emetic masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαισμούς — συρμαισμός use of an emetic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)