συρτός

συρτός

συρτός, gezogen, geschleppt; vom Wasser, geschlämmt, ἡ συρτὴ βῶλος ἡ ἀργυρῖτις, Pol. 34, 9, 10; zu ziehen, zu schleppen, Sp. Bei Poll. 4, 118 ein Schleppkleid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρτός — swept masc nom sg συρτός swept masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

  • συρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρπει: Ήρθε συρτός και δεν έγινε αντιληπτός. 2. αυτός που σέρνεται: Τον έβγαλαν έξω συρτό. 3. «συρτή φωνή», αυτή που έχει διάρκεια και ακούγεται σαν να σέρνεται. ο είδος χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρτά — συρτός swept neut nom/voc/acc pl συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc/acc dual συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτόν — συρτός swept masc acc sg συρτός swept neut nom/voc/acc sg συρτός swept masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτοί — συρτός swept masc nom/voc pl συρτός swept masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτοῦ — συρτός swept masc/neut gen sg συρτός swept masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • συρτήν — συρτός swept fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτῶς — συρτός swept adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”