στῡλίτης

στῡλίτης

στῡλίτης, , tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στυλίτης — standing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν (ιδίως στον πληθ.) οι στυλίτες εκκλ. ασκητές τής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν πάνω σε στύλους κατά το υπόδειγμα τού οσίου Συμεών τού Στυλίτη μσν. αρχ. αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στυλίτης — ο μοναχός που μονάζει πάνω σε στύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυλιτῶν — στυλίτης standing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίτην — στυλίτης standing masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίτου — στυλίτης standing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίτῃ — στυλίτης standing masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • στυλίτας — στυλίτᾱς , στυλίτης standing masc acc pl στυλίτᾱς , στυλίτης standing masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДАНИИЛ СТОЛПНИК — [греч. Δανιὴλ ὁ Στυλίτης] (409 493), прп. (пам. 11 дек.). В соответствии с 1 й редакцией Жития (BHG, N 489) Д. С. род. в дер. Мерафа (в др. источниках, Марафа, Мифара или Вифара) близ г. Самосата в Сирии (ныне г. Самсат на юго востоке Турции).… …   Православная энциклопедия

  • столпник — святой, запершийся в столпе . От столп, образовано по аналогии греч. Στυλίτης – то же от στῦλος колонна (Радченко, AfslPh 24, 593 и сл.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”