- στῡλο-ειδής
στῡλο-ειδής, ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στῡλο-ειδής, ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυλοειδής — ές, ΝΑ 1. όμοιος με στύλο 2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο. επίρρ... στυλοειδῶς Α σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + ειδής*] … Dictionary of Greek