- στῖξις
στῖξις, ἡ, das Punktiren, Stechen, Bezeichnen mit einem spitzigen Werkzeuge, Brandmarken. – Bei den Gramm. das Interpungiren, Schol. Ap. Rh. 1, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στῖξις, ἡ, das Punktiren, Stechen, Bezeichnen mit einem spitzigen Werkzeuge, Brandmarken. – Bei den Gramm. das Interpungiren, Schol. Ap. Rh. 1, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίξις — στίξῑς , στίξις marking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) στίξις marking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξει — στίξις marking fem nom/voc/acc dual (attic epic) στίξεϊ , στίξις marking fem dat sg (epic) στίξις marking fem dat sg (attic ionic) στίζω tattoo aor subj act 3rd sg (epic doric) στίζω tattoo fut ind mid 2nd sg στίζω tattoo fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξεις — στίξις marking fem nom/voc pl (attic epic) στίξις marking fem nom/acc pl (attic) στίζω tattoo aor subj act 2nd sg (epic doric) στίζω tattoo fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξεσι — στίξις marking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξεσιν — στίξις marking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξιν — στίξις marking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
αστιξία — ἀστιξία, η (Α) [στίξις] η έλλειψη σημείων στίξης … Dictionary of Greek
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek