στῑβήεις

στῑβήεις

στῑβήεις, εσσα, εν, reisig, kalt, Suid. ἀήρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιβήεις — frosty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβήεις — εσσα, ῆεν, Α αυτός που έχει πολλή πάχνη, παγετώδης («στιβήεις ἀγχοῡρος», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβη (Ι) «πάχνη» + επίθημα ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τεχν ήεις] …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”