στῆθος

στῆθος

στῆθος, τό (ἵστημι, das Emporstehende), 1) die Brust, sowohl bei Männern als bei Frauen; Hom. im sing. u. im pl ur.; βάλε στῆϑος παρὰ μαζόν, Il. 4, 480 u. öfter; ἔβαλε στῆϑος μεταμάζιον, 5, 19; κληῒς ἀπ οέργει αὐχένα τε στῆϑός τε, 8, 326; ὄπ αμεγάλην ἐκ στήϑεος ἵει, 3, 221; Sitz des ϑυμός, τοῖσι δὲ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ὄρι νεν, 2, 142; auch τόνδε νόον καὶ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἔχοντες, 4, 309; Sitz des Muthes, ἐν γάρ τοι στήϑεσσι μένος πατρώϊον ἧκα, 5, 125. 513; der Gedanken, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήϑεσσι, 24, 41; μή τί τοι ἄλλο ἐν στήϑεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε, Od. 2, 304; Sitz der Leidenschaften, wie unser »Brust«, Ἥρῃ δ' οὐκ ἔχαδε στῆϑος χόλον, Il. 4, 24. 8, 461, u. so von ἔρος u. κότος. – Ἀπὸ στήϑους λέγειν, aus dem Herzen, frisch von der Leber weg reden. – Auch von Thieren, Il. 11, 282. 12, 204. 16, 753. 17, 22. – Aesch. ἱκνεῖται λόγος διὰ στηϑέων, Spt. 545; οἶμαί σφ' ἐρατῶν ἐκ στηϑέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον, 847; – auch in Prosa im cigtl. Sinne, Thuc. 2, 49, Plat. Tim. 69 e Prot. 352 a; στῆϑος πελιὸν εἶχε, Dem. 47, 59; von Hunden Xen. Cyn. 4, 1 u. A. – 2) der Ballen an der flachen Hand und der Hackenam Fuße, τὸ σαρκῶδες κάτωϑεν, Arist. H. A. 1, 15. – 3) ein brustförmig gerundeter Hügel von abgesetztem Flußsande, eine Sandbank; Pol. 4, 41; Strab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στήθος — στήθος, το και στήθι, το 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα: Πρόβαλε γυμνό το στήθος του. 2. μαστοί της γυναίκας: Άφησε σχεδόν ακάλυπτο το ωραίο στήθος της. 3. φρ., «Απάγγειλε από στήθους», απέξω, χωρίς χειρόγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στῆθος — breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στήθεσφι — στῆθος breast neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθεσφιν — στῆθος breast neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθε' — στή̱θεα , στῆθος breast neut nom/voc/acc pl (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual (attic epic) στή̱θεϊ , στῆθος breast neut dat sg (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut dat sg στή̱θεε , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόστηθος — μικρόστηθος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στηθος (< στῆθος), πρβλ. μεγαλό στηθος] …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ξέστηθος — η, ο αυτός που έχει γυμνό στήθος, που φαίνεται το στήθος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …   Dictionary of Greek

  • ξεστηθώνω — 1. αποκαλύπτω, φανερώνω, γυμνώνω το στήθος 2. (το μέσ.) ξεστηθώνομαι (για μητέρα) βγάζω το στήθος έξω από τα ενδύματα για να θηλάσω βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”