στᾴτινος, att. statt σταίτινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάτινος — ίνη, ον, Α βλ. σταίτινος … Dictionary of Greek
σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» … Dictionary of Greek