στίμμις

στίμμις

στίμμις, , s. στίμμι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ФУКУС —    • Fucus,          φυ̃κος, обозначает        1. род морского пороста (fucus marinus, и франц. orseille), который подмешивался к краске, добываемой из раковин, но отнюдь не служил к предварительной грунтовке шерсти до окраски ее пурпуром. Plin.… …   Реальный словарь классических древностей

  • στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”