στίγμα

στίγμα

στίγμα, τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”