στίβω

στίβω

στίβω, seltene Nebenform von στείβω, vielleicht nur Xen. An. 1, 9. 13. τὰς στιβομένας ὁδούς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στίβω — Ν βλ. στείβω …   Dictionary of Greek

  • στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… …   Dictionary of Greek

  • στίβω — βλ. στύβω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιβῶ — στιβάζω tread upon fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στιβέω tread pres subj act 1st sg (attic epic doric) στιβέω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβῳ — στίβος trodden way masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβωι — στίβῳ , στίβος trodden way masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβωσις — ώσεως, ἡ, Α [στιβῶ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιβώ (II) 2. κολασμός …   Dictionary of Greek

  • στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”