- στίχη
στίχη, ἡ, = στίχος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίχη, ἡ, = στίχος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίχῃ — στείχω walk aor subj mp 2nd sg στείχω walk aor subj act 3rd sg στίχη tunic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχη — ἡ, Α είδος χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < στίχος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
στιχέων — στίχη tunic fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχαις — στίχη tunic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχα — στίξ row fem acc sg στίχᾱ , στίχη tunic fem nom/voc/acc dual στίχᾱ , στίχη tunic fem nom/voc sg (doric aeolic) στίχᾱ , στιχάομαι march in rows pres imperat act 2nd sg (epic) στίχᾱ , στιχάομαι march in rows imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχας — στίξ row fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem gen sg (doric aeolic) στίχᾱς , στιχάομαι march in rows imperf ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχιον — τὸ, Α [στίχη] είδος ενδύματος … Dictionary of Greek
στιχάρι(ο) — (I) το, Ν υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)]. (II) το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
στιχῶν — στίξ row fem gen pl στίχη tunic fem gen pl στιχάομαι march in rows pres part act masc voc sg (epic) στιχάομαι march in rows pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) στιχάομαι march in rows pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)