- στέλγισμα
στέλγισμα, τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέλγισμα, τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέλγισμα — ίσματος, τὸ, Α βλ. στλέγγισμα … Dictionary of Greek
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek