στέγος

στέγος

στέγος, τό, = τέγος, Dach, Haus; Aesch. Ag. 301 Pers. 137; Soph. Ai. 300; auch von den Todtenurnen, El. 1156; Eur. I. T. 48 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέγος — roof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγος — (I) τὸ, Α 1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.) 2. κατοικία, οικοδόμημα 3. πρόδομος οικοδομήματος 4. τάφος 5. κάλπη, τεφροδόχη 6. πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* + κατάλ. ουδ. ος. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στέγει — στέγος roof neut nom/voc/acc dual (attic epic) στέγεϊ , στέγος roof neut dat sg (epic ionic) στέγος roof neut dat sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγέεσσι — στέγος roof neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγέεσσιν — στέγος roof neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγεσι — στέγος roof neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγεσιν — στέγος roof neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγους — στέγος roof neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστεγος — η, ο (Α κατάστεγος, ον) εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο στεγασμένο μέρος, υπόστεγο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το …   Dictionary of Greek

  • ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”