- στέγασμα
στέγασμα, τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέγασμα, τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέγασμα — anything which covers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγασμα — το, ΝΜΑ [στεγάζω] σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι νεοελλ. 1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι 2. το στέγαστρο αρχ. φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ … Dictionary of Greek
στέγασμα — το 1. στέγη. 2. στεγασμένος χώρος. 3. στέγαση. 4. πρόχειρο κατασκεύασμα για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεγασμάτων — στέγασμα anything which covers neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσμασι — στέγασμα anything which covers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσμασιν — στέγασμα anything which covers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσματα — στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσματος — στέγασμα anything which covers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσματ' — στεγάσματα , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc pl στεγάσματι , στέγασμα anything which covers neut dat sg στεγάσματε , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδρασμα — ἕδρασμα, το (AM) 1. έδρα 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.] … Dictionary of Greek
αποστέγαση — η (Α ἀποστέγασις) νεοελλ. αφαίρεση της στέγης ή οποιουδήποτε επικαλύμματος, ξεσκέπασμα αρχ. στέγασμα, προφύλαγμα … Dictionary of Greek