- στένωμα
στένωμα, τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στένωμα, τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στένωμα — narrow place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
στένωμα — το 1. το σημείο όπου γίνεται κάτι στενό. 2. ελάττωση του πλάτους κάποιου πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενωμάτων — στένωμα narrow place neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώμασι — στένωμα narrow place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώμασιν — στένωμα narrow place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώματα — στένωμα narrow place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώματι — στένωμα narrow place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆԵՂՈՒՑ — (նեղուցի կամ նեղցի, ցաց.) NBH 2 0411 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 13c գ. ἱσθμός isthmus στενοπορία, ρον, στένωμα angustus meatus, vel locus. Նեղ անցք կամ ճանապարհ եւ տեղի. կիրճ. պարանոց ծովու. *Նեղուցն՝ որ կոչի սեփտէ: Անցեալ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καρδιοστένωμα — το στένωμα των στομίων της καρδιάς: Έχει καρδιοστένωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)