- στέρημα
στέρημα, τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέρημα, τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέρημα — that which is taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρημα — το, ΝΜΑ [στερώ] 1. καθετί που στερείται κανείς 2. στέρηση αρχ. καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον … Dictionary of Greek
στερήματι — στέρημα that which is taken away neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)