στέργηθρον

στέργηθρον

στέργηθρον, τό, Reizung zur Liebe; στέργηϑρα φρενῶν, Eur. Hipp. 256; übh. Liebe, τίνες εχϑραι τε καὶ στέργηϑρα, Aesch. Prom. 490; τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει στέργηϑρον, Ch. 239.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέργηθρον — love charm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέργηθρον — τὸ, ΜΑ 1. (ως ονομασία φυτού) ερωτικό φίλτρο 2. ο έρωτας, η αγάπη («τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει στέργηθρον», Αισχύλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «στέργηθρον ὁ πόθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω «αγαπώ» + επίθημα ηθρον (πρβλ. θορύβ ηθρον, ἕλκ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • στέργηθρα — στέργηθρον love charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • στέργημα — ήματος, τὸ, Α [στέργω] στέργηθρον* …   Dictionary of Greek

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

  • στέργηθρ' — στέργηθρα , στέργηθρον love charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”