στέριφος — firm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… … Dictionary of Greek
στεριφώτερον — στέριφος firm adverbial comp στέριφος firm masc acc comp sg στέριφος firm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεριφώτατον — στέριφος firm masc acc superl sg στέριφος firm neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέριφον — στέριφος firm masc acc sg στέριφος firm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεριφώτερα — στέριφος firm neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερίφαις — στέριφος firm fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερίφη — στέριφος firm fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερίφην — στέριφος firm fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερίφης — στέριφος firm fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερίφοις — στέριφος firm masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)