στοῖχος

στοῖχος

στοῖχος, , Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάϑρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοῖχος — row in an ascending series masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο σειρά: Παρατάχτηκαν σε τρεις στοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοῖχοι — στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοῖχον — στοῖχος row in an ascending series masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… …   Dictionary of Greek

  • ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… …   Dictionary of Greek

  • λαφρόστοιχος — η, ο αυτός που παρασύρεται και ακολουθεί χωρίς σκέψη πότε τον έναν, πότε τον άλλο, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαφρός + στοιχος (< στείχω «πορεύομαι»), πρβλ. σύ στοιχος] …   Dictionary of Greek

  • μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] …   Dictionary of Greek

  • νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”