- στολίδωμα
στολίδωμα, τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στολίδωμα, τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στολίδωμα — τὸ, Α [στολιδοῡμαι] πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
στολιδώμασι — στολίδωμα fold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)