- στηλίς
στηλίς, ίδος, ἡ, dim. von στήλη; besonders eine Stange am Schiffshintertheile, Poll. 1, 90, Bekker στυλίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηλίς, ίδος, ἡ, dim. von στήλη; besonders eine Stange am Schiffshintertheile, Poll. 1, 90, Bekker στυλίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίς — ῑδος, ἡ, Α βλ. στηλίδα … Dictionary of Greek
στηλίδα — στηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίδας — στηλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίδος — στηλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РЕГИУМ — • Rhegĭum, ΄Ρήγιον, н. Reggio, значительный город на берегу Сицилийского пролива, в Бруттии (Hdt. 1, 176), основанный ок. 725 г. до Р. X. халкидийцами из Эвбеи и мессенцами из Пелопоннеса, под предводительством Антимнеста из Занклы.… … Реальный словарь классических древностей
στηλίδα — η / στηλίς, ῑδος, ΝΑ, τ. γεν. και στηλίδος και στηλεῑδος Α (με υποκορ. σημ.) 1. μικρή στήλη, στηλίδιο 2. μικρός ιστός στην πρύμνη πλοίου αρχ. 1. ονομασία αριθμού 2. ονομασία μικρού πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)) … Dictionary of Greek