- στηθο-δέσμη
στηθο-δέσμη, ἡ, = στηϑόδεσμος, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηθο-δέσμη, ἡ, = στηϑόδεσμος, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη … Dictionary of Greek