- στηθιαῖος
στηθιαῖος, von der Brust, Schol. Ar. Equ. 765.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηθιαῖος, von der Brust, Schol. Ar. Equ. 765.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηθιαίος — α, ο / στηθιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2. φρ. «στηθιαῑοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθιαίαν — στηθιαίᾱν , στηθιαῖος of the breast fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)