στολμός

στολμός

στολμός, , poet. statt στολισμός; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29, vgl. Suppl. 696; μέλανα στολμὸν πέπλων, Eur. Al. 215; στολμὸν χρωτὸς ποικίλων πέπλων, Andr. 148, u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στολμός — equipment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολμός — ὁ, Α στολή, ενδυμασία, στολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στολ τού στέλλω + κατάλ. μός (πρβλ. κορμός), βλ. και λ. στέλλω] …   Dictionary of Greek

  • στολμοῖσι — στολμός equipment masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολμοί — στολμός equipment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολμοῦ — στολμός equipment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολμούς — στολμός equipment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολμόν — στολμός equipment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] …   Dictionary of Greek

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”