στηνίον

στηνίον

στηνίον, τό, = στῆϑος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στήνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στήθος] …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • speno-, stē̆ no-, p(ǝ)stē̆ no- —     speno , stē̆ no , p(ǝ)stē̆ no     English meaning: teat; brost     Deutsche Übersetzung: “Zitze, Brustwarze, Brust”     Material: 1. anlaut sp: O.Ir. sine m. “teat”: bō tri phne = bō trī sine “cow with drei Zitzen”, M.Ir. sineSeüin “uvula”;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Στήνια — Αθηναϊκή γιορτή, που γινόταν στο ιερό της Δήμητρας του Δήμου Άλιμου, στα μέσα του φθινοπώρου από έγγαμες μόνο γυναίκες. Τα Σ. αποτελούσαν το πρώτο μέρος της μεγάλης γιορτής των θεσμοφορίων, και γίνονταν σε ανάμνηση της ευχαρίστησης που είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”