- στηνιῶσαι
στηνιῶσαι, schimpfen, Zoten reißen, Hesych. S. στήνια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηνιῶσαι, schimpfen, Zoten reißen, Hesych. S. στήνια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηνιώ — όω, Α [Στήνια] (το απρμφ. αορ.) στηνιῶσαι (κατά τον Ησύχ.) το να είναι κανείς λοίδορος, να ξεστομίζει λόγια αισχρά και αναιδή … Dictionary of Greek