- στομαχικός
στομαχικός, vom Magen, zum Magen gehörig. – Am Magen leidend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Medic.; auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στομαχικός, vom Magen, zum Magen gehörig. – Am Magen leidend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Medic.; auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στομαχικός — of the stomach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικός — ή, ό / στομαχικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμαχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ. γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.) 2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση τού στομάχου (α. «και ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
στομαχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στομάχι: Έχει στομαχικό έλκος. 2. αυτός που έχει πάθηση στομαχική: Το νερό αυτό είναι κατάλληλο για στομαχικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στομαχικά — στομαχικός of the stomach neut nom/voc/acc pl στομαχικά̱ , στομαχικός of the stomach fem nom/voc/acc dual στομαχικά̱ , στομαχικός of the stomach fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικῶν — στομαχικός of the stomach fem gen pl στομαχικός of the stomach masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικόν — στομαχικός of the stomach masc acc sg στομαχικός of the stomach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικαῖς — στομαχικός of the stomach fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικαί — στομαχικός of the stomach fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικοῖς — στομαχικός of the stomach masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικοῖσι — στομαχικός of the stomach masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαχικοί — στομαχικός of the stomach masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)