- στοματικός
στοματικός, zum Munde gehörig, am Munde krank, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοματικός, zum Munde gehörig, am Munde krank, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… … Dictionary of Greek
στοματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στόμα: Η ρινική κοιλότητα επικοινωνεί με τη στοματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοματικά — στοματικός good for the mouth neut nom/voc/acc pl στοματικά̱ , στοματικός good for the mouth fem nom/voc/acc dual στοματικά̱ , στοματικός good for the mouth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικῶν — στοματικός good for the mouth fem gen pl στοματικός good for the mouth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικόν — στοματικός good for the mouth masc acc sg στοματικός good for the mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικαῖς — στοματικός good for the mouth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικαί — στοματικός good for the mouth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικοῖς — στοματικός good for the mouth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικοῦ — στοματικός good for the mouth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικῇ — στοματικός good for the mouth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματική — στοματικός good for the mouth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)