στοιχίζω

στοιχίζω

στοιχίζω, in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοιχίζω — set in a row pres subj act 1st sg στοιχίζω set in a row pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχίζω — στοιχίζω, στοίχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — στοίχισα, στοιχισμένος 1. παρατάσσω: Στοίχισε τους μαθητές. 2. αμτβ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο στοιχίζει σήμερα ένα σπίτι; 3. προξενώ λύπη ή ζημία: Του στοίχισε πολύ ο χωρισμός τους. – Μου στοίχισε ακριβά αυτό το ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχίσαι — στοιχίζω set in a row aor inf act στοιχίσαῑ , στοιχίζω set in a row aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστοιχισμένων — στοιχίζω set in a row perf part mp fem gen pl στοιχίζω set in a row perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχιζέτω — στοιχίζω set in a row pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχιζόμενος — στοιχίζω set in a row pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστοίχισα — στοιχίζω set in a row aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεστοιχίσμεθα — μετά στοιχίζω set in a row plup ind mp 1st pl μετά στοιχίζω set in a row perf ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”