στοιχηδίς, adv., = στοιχηδόν, B. A. 3 p. 1310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιχηδίς — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχηδίς — Α επίρρ. στοιχηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τής λ. στοιχηδόν] … Dictionary of Greek