- στοιχαδικός
στοιχαδικός, von der Pflanze στοιχάς bereitet, οἶνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιχαδικός, von der Pflanze στοιχάς bereitet, οἶνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιχαδικός — ή, όν, Α [στοιχάς, άδος] αυτός που είναι παρασκευασμένος ή αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοιχαδικὸν ὄξος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek