στοιχειωματικός

στοιχειωματικός

στοιχειωματικός, zum στοιχείωμα gehörend, wie στοιχειώδης, Sp.; – οἱ στ. heißen bei den Sp. die, welche aus den Zeichen des Thierkreises weissagten, Nativitätsteller.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοιχειωματικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχείωμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σημεία τού ζωδιακού κύκλου 2. (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στοιχειωματικοί αυτοί που μαντεύουν την τύχη ενός προσώπου κατά τη γέννηση του εξετάζοντας και ερμηνεύοντας τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”