- στοιχειωτικός
στοιχειωτικός, zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιχειωτικός, zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιχειωτικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχειωτής] στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.) μσν. μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.) αρχ. αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος»,… … Dictionary of Greek
στοιχειωτικά — στοιχειωτικός elementary neut nom/voc/acc pl στοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικός elementary fem nom/voc/acc dual στοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικός elementary fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικῶν — στοιχειωτικός elementary fem gen pl στοιχειωτικός elementary masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικόν — στοιχειωτικός elementary masc acc sg στοιχειωτικός elementary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικούς — στοιχειωτικός elementary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτική — στοιχειωτικός elementary fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικήν — στοιχειωτικός elementary fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικῷ — στοιχειωτικός elementary masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχικός — ή, όν, Α [στοῑχος] 1. αυτός που ανήκει σε στοίχο ή στοίχους, αυτός που υπάγεται σε ορισμένη τάξη ή σειρά, στοιχειωτικός* («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχικὸς λόγος», Κατ.) 2. ο κατά σειράν, διαδοχικός … Dictionary of Greek
ՏԱՐՐԱՑՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0859 Chronological Sequence: 8c ա. στοιχειωτικός . Տարրացուցիչ. որ տայ տարրանալ. *Ամենայնի է միակն տարրացողական. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)