- στημόνιος
στημόνιος, von Aufzugsfäden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημόνιος, von Aufzugsfäden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημόνιος — ον, Α [στήμων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στημόνι ή ο όμοιος με στημόνι … Dictionary of Greek
στημονίους — στημόνιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημόνιον — neut nom/voc/acc sg στημόνιος of masc/fem acc sg στημόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίοις — στημόνιον neut dat pl στημόνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίων — στημόνιον neut gen pl στημόνιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημόνια — στημόνιον neut nom/voc/acc pl στημόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)