στοχάζομαι

στοχάζομαι

στοχάζομαι, dep. med., wonach zielen, zu treffen suchen, εὖ γε στοχάζει, Soph. Ant. 241; zum Zweck haben, bezwecken, berücksichtigen, τινός, τοῦ ἡδέος, Plat. Gorg. 465 a Phil. 60 a; οὗ σκοποῦ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; auch πρός τι, Legg. XII, 962 d; στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν ἑαυτῶν δόξαν, Rücksicht nehmend auf ihn, Lach. 178 b; vgl. auch Dem. 13, 36; οὐ γὰρ ὑμεῖς ὧν οὗτοι βούλονται στοχάζεσϑε, ἀλλὰ οὗτοι ὧν ἂν ὑμᾶς ἐπιϑυμεῖν οἴωνται, Antiph. 2 α 4; ἀνϑρώπων, Xen. Cyr. 1, 6, 29, auf Menschen zielen; übertr., τῶν κριτῶν, 8, 2, 27, sich die besten Richter aussuchen; τὰ συμφέροντα, vermuthen, Mem. 2, 2, 5; vgl. οὐ γνοῦσα λέγω, ἀλλὰ στοχασαμένη, Plat. Gorg. 464 c; Phil. 56 a; Sp., wie Pol., ἔκ τινος, 1, 14, 2. 6, 3, 2, διά τινος, 3, 68, 10, vgl. 5, 81, 4; auch = das Ziel treffen, τοῦ σκοποῦ, 6, 25, 5. Bei Luc. Nigr. 28 ist ἐστοχᾶσϑαι falscher Accent f. ἐστοχάσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”