στηρίζω

στηρίζω

στηρίζω, fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίϑον κατὰ χϑονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασϑαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, οὐδέ πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; ὅπου μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. ὅπου πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῠμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος, bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῠ πυρός, 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρϑὸν αἰϑέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, ὁπότε ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc. ὁ πόνος, wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N. T. = bestätigen, bekräftigen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στηρίζω — make fast pres subj act 1st sg στηρίζω make fast pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζω — στηρίζω, στήριξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηρίζεσθε — στηρίζω make fast pres imperat mp 2nd pl στηρίζω make fast pres ind mp 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζετε — στηρίζω make fast pres imperat act 2nd pl στηρίζω make fast pres ind act 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίζῃ — στηρίζω make fast pres subj mp 2nd sg στηρίζω make fast pres ind mp 2nd sg στηρίζω make fast pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίξω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσει — στηρίζω make fast aor subj act 3rd sg (epic) στηρίζω make fast fut ind mid 2nd sg στηρίζω make fast fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσουσιν — στηρίζω make fast aor subj act 3rd pl (epic) στηρίζω make fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στηρίζω make fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρίσω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”