στοργή

στοργή

στοργή, , Liebe, Zuneigung, Zärtlichkeit; bes. Liebe zu den Eltern und Kindern, doch auch Geschlechtsliebe, Mel. 14. 64. 103. 109 (XII, 68. V, 191. 166. VII, 476) u. öfter in der Anth.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοργή — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργή — η, ΝΜΑ αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ. γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.) αρχ. σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ τού… …   Dictionary of Greek

  • στοργή — η βαθιά αγάπη κυρίως μεταξύ γονέων και τέκνων: Αυτό το παιδί δεν ένιωσε στοργή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοργῇ — στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργέω pres subj act 3rd sg στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργῆι — στοργῇ , στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres subj act 3rd sg στοργῇ , στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργαῖς — στοργή love fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργαί — στοργή love fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργᾶς — στοργή love fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργᾷ — στοργή love fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργήν — στοργή love fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”