- προς-εκ-τραχηλίζομαι
προς-εκ-τραχηλίζομαι, pass., noch dazu hineinstürzen, εἴς τι, S. Emp. adv. eth. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εκ-τραχηλίζομαι, pass., noch dazu hineinstürzen, εἴς τι, S. Emp. adv. eth. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλίζω — ΝΑ [τράχηλος] κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξω μσν. αρχ. (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ) αρχ. 1 … Dictionary of Greek