- σταλύζω
σταλύζω, weinen, davon ἀσταλύζω, ἀνασταλύζω, νεοστάλυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλύζω, weinen, davon ἀσταλύζω, ἀνασταλύζω, νεοστάλυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek