- σταλτικός
σταλτικός, zusammenziehend, hemmend, unterdrückend; οἶνος κοιλίας σταλτικώτατος, Strab. V, 3, 10; τὰ σταλτικά, Heilmittel, das wilde Fleisch einer Wunde wegzuätzen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλτικός, zusammenziehend, hemmend, unterdrückend; οἶνος κοιλίας σταλτικώτατος, Strab. V, 3, 10; τὰ σταλτικά, Heilmittel, das wilde Fleisch einer Wunde wegzuätzen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλτικός — capable of staunching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικός — ή, ό / σταλτικός, ή, όν, ΝΑ [στάλσις] νεοελλ. στυπτικός («φάρμακα σταλτικα») αρχ. αυτός που μπορεί να περιστέλλει, συσταλτικός … Dictionary of Greek
σταλτικά — σταλτικός capable of staunching neut nom/voc/acc pl σταλτικά̱ , σταλτικός capable of staunching fem nom/voc/acc dual σταλτικά̱ , σταλτικός capable of staunching fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικώτερον — σταλτικός capable of staunching adverbial comp σταλτικός capable of staunching masc acc comp sg σταλτικός capable of staunching neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικῶν — σταλτικός capable of staunching fem gen pl σταλτικός capable of staunching masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικόν — σταλτικός capable of staunching masc acc sg σταλτικός capable of staunching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικώτατον — σταλτικός capable of staunching masc acc superl sg σταλτικός capable of staunching neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικοῖς — σταλτικός capable of staunching masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικοί — σταλτικός capable of staunching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικῆς — σταλτικός capable of staunching fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλτικῇ — σταλτικός capable of staunching fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)