σταδαῖος — standing erect masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… … Dictionary of Greek
σταδαῖον — σταδαῖος standing erect masc acc sg σταδαῖος standing erect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαῖα — σταδαῖος standing erect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαῖοι — σταδαῖος standing erect masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαία — σταδαί̱ᾱ , σταδαῖος standing erect fem nom/voc/acc dual σταδαί̱ᾱ , σταδαῖος standing erect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίας — σταδαί̱ᾱς , σταδαῖος standing erect fem acc pl σταδαί̱ᾱς , σταδαῖος standing erect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίων — σταδαί̱ων , σταδαῖος standing erect fem gen pl σταδαί̱ων , σταδαῖος standing erect masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίαν — σταδαί̱ᾱν , σταδαῖος standing erect fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίᾳ — σταδαί̱ᾱͅ , σταδαῖος standing erect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίῳ — σταδαί̱ῳ , σταδαῖος standing erect masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)