σταδίας

σταδίας

σταδίας, , ion. σταδίης, = σταδιεύς, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταδιόμετρο — το, Ν (γεωδ. τοπογρ.) οπτικό όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η σκόπευση τής σταδίας κατά τη μέτρηση αποστάσεων με τη μέθοδο τής σταδιομετρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”