- σταδιο-δρόμης
σταδιο-δρόμης, ὁ, = Folgdm, Ar. bei Poll. 3, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταδιο-δρόμης, ὁ, = Folgdm, Ar. bei Poll. 3, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek