- σταδιευτής
σταδιευτής, ὁ, = σταδιεύς, ἵππος, Rennpferd, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταδιευτής, ὁ, = σταδιεύς, ἵππος, Rennpferd, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταδιευτής — ὁ, Μ [σταδιεύω] αυτός που μετέχει σε αγώνα δρόμου («ἵππος σταδιευτής», Νικ.Χων.) … Dictionary of Greek