- σταδισμός
σταδισμός, ὁ, = σταδιασμός, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταδισμός, ὁ, = σταδιασμός, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταδισμός — ὁ, Α βλ. σταδιασμός … Dictionary of Greek
σταδιασμός — ο, ΝΜΑ, και σταδισμός Α νεοελλ. στον πληθ. οι σταδιασμοί ναυτ. πίνακες αποστάσεων σε μίλια από λιμάνι σε λιμάνι μσν. αρχ. γεωγραφικό και ναυτιλιακό σύγγραμμα με τις αποστάσεις μεταξύ τών λιμανιών αρχ. 1. η μέτρηση κατά στάδια 2. εικασία. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek