- σταγετός
σταγετός, ὁ, Tropfen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταγετός, ὁ, Tropfen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] … Dictionary of Greek