- στεῤῥότης
στεῤῥότης, ητος, ἡ, = στερεότης, Härte, Festigkeit; Arist. gen. an. 4, 5; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεῤῥότης, ητος, ἡ, = στερεότης, Härte, Festigkeit; Arist. gen. an. 4, 5; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερρότης — hardness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότης — (I) ητος, ἡ, ΜΑ βλ. στερεότητα. (II) ητος, ἡ, Α βλ. στειρότητα … Dictionary of Greek
στερρότητα — στερρότης hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητας — στερρότης hardness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητες — στερρότης hardness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητι — στερρότης hardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητος — στερρότης hardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… … Dictionary of Greek
στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… … Dictionary of Greek