στεῤῥωτικός

στεῤῥωτικός

στεῤῥωτικός, fest, hart machend, Schol. Nic. Al. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερρωτικός — ή, όν, ΜΑ βλ. στερεωτικός …   Dictionary of Greek

  • στερεωτικός — ή, ό / στερεωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”