στεάτιον, τό, dim. von στέαρ; Alexis bei Ath. VII, 326 e; Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεάτιον — τὸ, Α [στέαρ ατος] 1. μικρό κομμάτι στέατος 2. ζυμάρι … Dictionary of Greek
στεατίου — στεάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατίῳ — στεάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)